- μαθητεύσω
- μαθητεύωto be pupilaor subj act 1st sgμαθητεύωto be pupilfut ind act 1st sgμαθητεύωto be pupilaor ind mid 2nd sg (homeric ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κλαυσιώ — κλαυσιῶ, άω (Α) 1. κλαυσείω*, επιθυμώ να κλάψω, έχω τη διάθεση να θρηνήσω 2. (μτφ. για πόρτα) τρίζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. κλαυσ τού κλαίω (πρβλ. μέλλ. κλαύσ ω) + κατάλ. ιάω / ῶ, χαρακτηριστική τών εφετικών ρ. (πρβλ. ἀρχοντ ιάω / ῶ «επιθυμώ να γίνω… … Dictionary of Greek